- φακιόλι
- το косынка, платок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φακιόλι — το ιού (λ. λατ.), άσπρο ή έγχρωμο κεφαλομάντιλο γυναικών από τουλπάνι, μαντίλα, μπόλια, τουλπάνι: Όταν ξεσκονίζει, φοράει φακιόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
καλοφακιολισμένος — καλοφακιολισμένος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία δεμένο το φακιόλι, το κάλυμμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φακιόλι, κατά τις μτχ. σε ισμένος] … Dictionary of Greek
γεμενί — το 1. έγχρωμο και διαφανές κάλυμμα τής κεφαλής, κν. τσεμπέρι, φακιόλι 2. πληθ. τα γεμενιά οι παντόφλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yemeni, από την ονομασία τής χώρας Υεμένη] … Dictionary of Greek
καλεμικέρι — και καλεμκερί, το λεπτό και διαφανές βαμβακερό κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών με έντυπα σχεδιάσματα, τσεμπέρι, μπόλια, φακιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
προπόλωμα — ώματος, τὸ, Μ [πόλος] είδος καλύμματος τής κεφαλής, φακιόλι … Dictionary of Greek
τσεμπέρι — και τσιμπέρι, το, Ν μαντίλι για το κεφάλι, κεφαλόδεσμος, φακιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cember] … Dictionary of Greek
φακεόλιον — τὸ, Α βλ. φακιόλι … Dictionary of Greek
φακεώλιον — τὸ, Α βλ. φακιόλι … Dictionary of Greek
φακιάλιον — και πακιάλιον, τὸ, Α βλ. φακιόλι … Dictionary of Greek
φακιάριον — τὸ, Α βλ. φακιόλι … Dictionary of Greek